- καληώρα
- καληώρα (Μ)νεοελλ.ευχετική επιφωνηματική έκφραση («να είναι καλή η ώρα μου, σου, του» κ.λπ.) που χρησιμοποιείται όταν μια επιτυχημένη ενέργεια ή ένα γεγονός που σχετίζεται με κάποια πρόσωπα επαναλαμβάνεται τυχαία ή κατά ευτυχή σύμπτωση («κέρδισες τη δίκη, όπως καληώρα ο πατέρας σου τότε» ή και «ο πατέρας σου τότε είχε κερδίσει τη δίκη, όπως καληώρα κι εσύ τώρα»)μσν.(με γεν. προσ. και το αναφ. [ὁ]πού, ἁπού κ.λπ.) ευτυχισμένος εκείνος που... («καληώρα κείνου τού θνητού ἁποὺ τὸ διάβαν βρίσκει 'ς τοῡτον τὸν ἄγριον ποταμόν, ὁποὺ ζωὴν τὸν λέγουν», Κυπρ. ερωτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή(ν) ώρα].
Dictionary of Greek. 2013.