καληώρα

καληώρα
καληώρα (Μ)
νεοελλ.
ευχετική επιφωνηματική έκφραση («να είναι καλή η ώρα μου, σου, του» κ.λπ.) που χρησιμοποιείται όταν μια επιτυχημένη ενέργεια ή ένα γεγονός που σχετίζεται με κάποια πρόσωπα επαναλαμβάνεται τυχαία ή κατά ευτυχή σύμπτωση («κέρδισες τη δίκη, όπως καληώρα ο πατέρας σου τότε» ή και «ο πατέρας σου τότε είχε κερδίσει τη δίκη, όπως καληώρα κι εσύ τώρα»)
μσν.
(με γεν. προσ. και το αναφ. [ὁ]πού, ἁπού κ.λπ.) ευτυχισμένος εκείνος που... («καληώρα κείνου τού θνητού ἁποὺ τὸ διάβαν βρίσκει 'ς τοῡτον τὸν ἄγριον ποταμόν, ὁποὺ ζωὴν τὸν λέγουν», Κυπρ. ερωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή(ν) ώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καληώρα — 1. επιφ. χαιρετισμού, που εκφράζει ευχή να έρθουν καλά τα πράγματα. 2. επίρρ. τροπ., όπως: Eίναι παντρεμένοι τριάντα χρόνια, καληώρα σαν τους γονείς μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”